- χλαβός
- -ή, -όν, Αευτραφής, παχύς.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χλα-βός μπορεί να συνδεθεί με τη λ. χλα-μ-υρίς (βλ. λ. χλαμυρίς, και χλόη) και έχει σχηματιστεί με το επίθημα -βος, το οποίο απαντά σε τ. τού καθημερινού λεξιλογίου που αναφέρονται στη φυσική κατάσταση σώματος, δεν χρησιμοποιείται, όμως, εδώ για να δηλώσει, όπως συνήθως, κάποια αναπηρία (πρβλ. ῥαι-βός, στρα-βός)].
Dictionary of Greek. 2013.